- ὑγιαστήριον
- ὑγῐ-αστήριον, τό,A hospital, BGU1564.7 (ii A. D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγιαστήριον — τὸ, Α θεραπευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιάζω + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek
ὑγιαστήρια — ὑγιαστήριον hospital neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)